Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
View word page
διαπατάω
deceive utterly

ShortDef

deceive utterly

Debugging

Headword:
διαπατάω
Headword (normalized):
διαπατάω
Headword (normalized/stripped):
διαπαταω
IDX:
21659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21660
Key:

Data

{'content': 'deceive utterly'}