Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
View word page
διαπάσχω
endure, sustain

ShortDef

endure, sustain

Debugging

Headword:
διαπάσχω
Headword (normalized):
διαπάσχω
Headword (normalized/stripped):
διαπασχω
IDX:
21657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21658
Key:

Data

{'content': 'endure, sustain'}