Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
View word page
διαπαστέον
one must powder
ShortDef
one must powder
Debugging
Headword:
διαπαστέον
Headword (normalized):
διαπαστέον
Headword (normalized/stripped):
διαπαστεον
IDX:
21656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21657
Key:
Data
{'content': 'one must powder'}