Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
View word page
διαπάσσω
to sprinkle
ShortDef
to sprinkle
Debugging
Headword:
διαπάσσω
Headword (normalized):
διαπάσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπασσω
IDX:
21655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21656
Key:
Data
{'content': 'to sprinkle'}