Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
View word page
διαπασσαλεύω
to stretch out by nailing the extremities
ShortDef
to stretch out by nailing the extremities
Debugging
Headword:
διαπασσαλεύω
Headword (normalized):
διαπασσαλεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπασσαλευω
IDX:
21654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21655
Key:
Data
{'content': 'to stretch out by nailing the extremities'}