Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
View word page
διάπασμα
scented powder to sprinkle over the person
ShortDef
scented powder to sprinkle over the person
Debugging
Headword:
διάπασμα
Headword (normalized):
διάπασμα
Headword (normalized/stripped):
διαπασμα
IDX:
21653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21654
Key:
Data
{'content': 'scented powder to sprinkle over the person'}