Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
View word page
διάπαρσις
piercing, transfixing

ShortDef

piercing, transfixing

Debugging

Headword:
διάπαρσις
Headword (normalized):
διάπαρσις
Headword (normalized/stripped):
διαπαρσις
IDX:
21652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21653
Key:

Data

{'content': 'piercing, transfixing'}