Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
View word page
διάπαρμα
transfixion
ShortDef
transfixion
Debugging
Headword:
διάπαρμα
Headword (normalized):
διάπαρμα
Headword (normalized/stripped):
διαπαρμα
IDX:
21651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21652
Key:
Data
{'content': 'transfixion'}