Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
View word page
διαπαρθενευτής
one who deflowers

ShortDef

one who deflowers

Debugging

Headword:
διαπαρθενευτής
Headword (normalized):
διαπαρθενευτής
Headword (normalized/stripped):
διαπαρθενευτης
IDX:
21647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21648
Key:

Data

{'content': 'one who deflowers'}