Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
View word page
διαπαρθένευσις
deflowering of a maiden

ShortDef

deflowering of a maiden

Debugging

Headword:
διαπαρθένευσις
Headword (normalized):
διαπαρθένευσις
Headword (normalized/stripped):
διαπαρθενευσις
IDX:
21646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21647
Key:

Data

{'content': 'deflowering of a maiden'}