Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
View word page
διαπαρατριβή
violent contention

ShortDef

violent contention

Debugging

Headword:
διαπαρατριβή
Headword (normalized):
διαπαρατριβή
Headword (normalized/stripped):
διαπαρατριβη
IDX:
21645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21646
Key:

Data

{'content': 'violent contention'}