Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
View word page
διαπαρατηρέομαι
lie in wait for continually

ShortDef

lie in wait for continually

Debugging

Headword:
διαπαρατηρέομαι
Headword (normalized):
διαπαρατηρέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπαρατηρεομαι
IDX:
21644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21645
Key:

Data

{'content': 'lie in wait for continually'}