Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
View word page
διαπαραδίδωμι
hand over

ShortDef

hand over

Debugging

Headword:
διαπαραδίδωμι
Headword (normalized):
διαπαραδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
διαπαραδιδωμι
IDX:
21643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21644
Key:

Data

{'content': 'hand over'}