Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
View word page
διαπαπταίνω
to look timidly round

ShortDef

to look timidly round

Debugging

Headword:
διαπαπταίνω
Headword (normalized):
διαπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπαπταινω
IDX:
21642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21643
Key:

Data

{'content': 'to look timidly round'}