Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
View word page
διαπαντός
throughout

ShortDef

throughout

Debugging

Headword:
διαπαντός
Headword (normalized):
διαπαντός
Headword (normalized/stripped):
διαπαντος
IDX:
21641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21642
Key:

Data

{'content': 'throughout'}