Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
View word page
διαπαντάω
meet
ShortDef
meet
Debugging
Headword:
διαπαντάω
Headword (normalized):
διαπαντάω
Headword (normalized/stripped):
διαπανταω
IDX:
21640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21641
Key:
Data
{'content': 'meet'}