Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθενεύω
διαπαρθένια
View word page
διαπαννυχισμός
complete vigil

ShortDef

complete vigil

Debugging

Headword:
διαπαννυχισμός
Headword (normalized):
διαπαννυχισμός
Headword (normalized/stripped):
διαπαννυχισμος
IDX:
21639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21640
Key:

Data

{'content': 'complete vigil'}