Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
View word page
διαπαλύνω
to shiver, shatter

ShortDef

to shiver, shatter

Debugging

Headword:
διαπαλύνω
Headword (normalized):
διαπαλύνω
Headword (normalized/stripped):
διαπαλυνω
IDX:
21637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21638
Key:

Data

{'content': 'to shiver, shatter'}