Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
View word page
διαπάλη
a hard struggle

ShortDef

a hard struggle

Debugging

Headword:
διαπάλη
Headword (normalized):
διαπάλη
Headword (normalized/stripped):
διαπαλη
IDX:
21635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21636
Key:

Data

{'content': 'a hard struggle'}