Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
View word page
διαπαίζω
jest

ShortDef

jest

Debugging

Headword:
διαπαίζω
Headword (normalized):
διαπαίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπαιζω
IDX:
21632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21633
Key:

Data

{'content': 'jest'}