Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
View word page
διαπαιδεύομαι
to go through a course of education
ShortDef
to go through a course of education
Debugging
Headword:
διαπαιδεύομαι
Headword (normalized):
διαπαιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπαιδευομαι
IDX:
21631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21632
Key:
Data
{'content': 'to go through a course of education'}