Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
View word page
διαπαιδαγωγέω
to attend children

ShortDef

to attend children

Debugging

Headword:
διαπαιδαγωγέω
Headword (normalized):
διαπαιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
διαπαιδαγωγεω
IDX:
21630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21631
Key:

Data

{'content': 'to attend children'}