Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
View word page
διαπαιγμός
jesting

ShortDef

jesting

Debugging

Headword:
διαπαιγμός
Headword (normalized):
διαπαιγμός
Headword (normalized/stripped):
διαπαιγμος
IDX:
21629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21630
Key:

Data

{'content': 'jesting'}