Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
View word page
διαπαγκρατιάζω
contend in the παγκράτιον

ShortDef

contend in the παγκράτιον

Debugging

Headword:
διαπαγκρατιάζω
Headword (normalized):
διαπαγκρατιάζω
Headword (normalized/stripped):
διαπαγκρατιαζω
IDX:
21628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21629
Key:

Data

{'content': 'contend in the παγκράτιον'}