Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
View word page
διαξυράομαι
shave oneself

ShortDef

shave oneself

Debugging

Headword:
διαξυράομαι
Headword (normalized):
διαξυράομαι
Headword (normalized/stripped):
διαξυραομαι
IDX:
21625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21626
Key:

Data

{'content': 'shave oneself'}