Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
View word page
διαξιφισμός
fighting with swords

ShortDef

fighting with swords

Debugging

Headword:
διαξιφισμός
Headword (normalized):
διαξιφισμός
Headword (normalized/stripped):
διαξιφισμος
IDX:
21622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21623
Key:

Data

{'content': 'fighting with swords'}