Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
View word page
διαξιφίζομαι
to fight to the death

ShortDef

to fight to the death

Debugging

Headword:
διαξιφίζομαι
Headword (normalized):
διαξιφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαξιφιζομαι
IDX:
21621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21622
Key:

Data

{'content': 'to fight to the death'}