Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
View word page
διάξιμος
to be transferred
ShortDef
to be transferred
Debugging
Headword:
διάξιμος
Headword (normalized):
διάξιμος
Headword (normalized/stripped):
διαξιμος
IDX:
21620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21621
Key:
Data
{'content': 'to be transferred'}