Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
View word page
διαξηραίνω
dry quite up
ShortDef
dry quite up
Debugging
Headword:
διαξηραίνω
Headword (normalized):
διαξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαξηραινω
IDX:
21618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21619
Key:
Data
{'content': 'dry quite up'}