Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
View word page
διαξέω
smooth, polish off

ShortDef

smooth, polish off

Debugging

Headword:
διαξέω
Headword (normalized):
διαξέω
Headword (normalized/stripped):
διαξεω
IDX:
21617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21618
Key:

Data

{'content': 'smooth, polish off'}