Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
View word page
διαξαίνω
card, shred

ShortDef

card, shred

Debugging

Headword:
διαξαίνω
Headword (normalized):
διαξαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαξαινω
IDX:
21616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21617
Key:

Data

{'content': 'card, shred'}