Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
View word page
διανυκτερεύω
to pass the night

ShortDef

to pass the night

Debugging

Headword:
διανυκτερεύω
Headword (normalized):
διανυκτερεύω
Headword (normalized/stripped):
διανυκτερευω
IDX:
21610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21611
Key:

Data

{'content': 'to pass the night'}