Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
View word page
διαντλίζομαι
exhaust oneself, to be worried

ShortDef

exhaust oneself, to be worried

Debugging

Headword:
διαντλίζομαι
Headword (normalized):
διαντλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαντλιζομαι
IDX:
21608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21609
Key:

Data

{'content': 'exhaust oneself, to be worried'}