Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
διαξέω
View word page
διαντλέω
to drain out, exhaust

ShortDef

to drain out, exhaust

Debugging

Headword:
διαντλέω
Headword (normalized):
διαντλέω
Headword (normalized/stripped):
διαντλεω
IDX:
21607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21608
Key:

Data

{'content': 'to drain out, exhaust'}