Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύχιος
διανύω
διαξαίνω
View word page
διαντικός
able to wet

ShortDef

able to wet

Debugging

Headword:
διαντικός
Headword (normalized):
διαντικός
Headword (normalized/stripped):
διαντικος
IDX:
21606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21607
Key:

Data

{'content': 'able to wet'}