Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
View word page
διανοσφίζω
separate, part asunder

ShortDef

separate, part asunder

Debugging

Headword:
διανοσφίζω
Headword (normalized):
διανοσφίζω
Headword (normalized/stripped):
διανοσφιζω
IDX:
21601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21602
Key:

Data

{'content': 'separate, part asunder'}