Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
View word page
διανοσέω
fall ill

ShortDef

fall ill

Debugging

Headword:
διανοσέω
Headword (normalized):
διανοσέω
Headword (normalized/stripped):
διανοσεω
IDX:
21600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21601
Key:

Data

{'content': 'fall ill'}