Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
ἀγαθόφρων
ἀγαθόω
ἀγάθυνσις
ἀγαθύνω
ἀγάθωμα
Ἀγάθων
Ἀγαθωνίδας
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγαῖος
ἀγαῖος2
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
View word page
ἀγάθυνσις
making good
ShortDef
making good
Debugging
Headword:
ἀγάθυνσις
Headword (normalized):
ἀγάθυνσις
Headword (normalized/stripped):
αγαθυνσις
IDX:
215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-216
Key:
Data
{'content': 'making good'}