Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
View word page
διανομή
a distribution

ShortDef

a distribution

Debugging

Headword:
διανομή
Headword (normalized):
διανομή
Headword (normalized/stripped):
διανομη
IDX:
21598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21599
Key:

Data

{'content': 'a distribution'}