Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
View word page
διανομεύς
a distributer

ShortDef

a distributer

Debugging

Headword:
διανομεύς
Headword (normalized):
διανομεύς
Headword (normalized/stripped):
διανομευς
IDX:
21597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21598
Key:

Data

{'content': 'a distributer'}