Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
View word page
διάνοιξις
opening

ShortDef

opening

Debugging

Headword:
διάνοιξις
Headword (normalized):
διάνοιξις
Headword (normalized/stripped):
διανοιξις
IDX:
21596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21597
Key:

Data

{'content': 'opening'}