Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
View word page
διανοικίζω
build up, restore

ShortDef

build up, restore

Debugging

Headword:
διανοικίζω
Headword (normalized):
διανοικίζω
Headword (normalized/stripped):
διανοικιζω
IDX:
21595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21596
Key:

Data

{'content': 'build up, restore'}