Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
View word page
διανοίγω
to open

ShortDef

to open

Debugging

Headword:
διανοίγω
Headword (normalized):
διανοίγω
Headword (normalized/stripped):
διανοιγω
IDX:
21594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21595
Key:

Data

{'content': 'to open'}