Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
View word page
διάνοια
a thought, intention, purpose

ShortDef

a thought, intention, purpose

Debugging

Headword:
διάνοια
Headword (normalized):
διάνοια
Headword (normalized/stripped):
διανοια
IDX:
21593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21594
Key:

Data

{'content': 'a thought, intention, purpose'}