Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανοσέω
διανοσφίζω
View word page
διανοητικός
of or for thinking, intellectual

ShortDef

of or for thinking, intellectual

Debugging

Headword:
διανοητικός
Headword (normalized):
διανοητικός
Headword (normalized/stripped):
διανοητικος
IDX:
21591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21592
Key:

Data

{'content': 'of or for thinking, intellectual'}