Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
View word page
διανοητέον
one must think

ShortDef

one must think

Debugging

Headword:
διανοητέον
Headword (normalized):
διανοητέον
Headword (normalized/stripped):
διανοητεον
IDX:
21589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21590
Key:

Data

{'content': 'one must think'}