Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
View word page
διανόημα
a thought, notion
ShortDef
a thought, notion
Debugging
Headword:
διανόημα
Headword (normalized):
διανόημα
Headword (normalized/stripped):
διανοημα
IDX:
21587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21588
Key:
Data
{'content': 'a thought, notion'}