Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
View word page
διανοέομαι
to be minded, intend, purpose
ShortDef
to be minded, intend, purpose
Debugging
Headword:
διανοέομαι
Headword (normalized):
διανοέομαι
Headword (normalized/stripped):
διανοεομαι
IDX:
21586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21587
Key:
Data
{'content': 'to be minded, intend, purpose'}