Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
View word page
διανίστημι
awaken, rouse
ShortDef
awaken, rouse
Debugging
Headword:
διανίστημι
Headword (normalized):
διανίστημι
Headword (normalized/stripped):
διανιστημι
IDX:
21584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21585
Key:
Data
{'content': 'awaken, rouse'}