Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
View word page
διανίσσομαι
go through
ShortDef
go through
Debugging
Headword:
διανίσσομαι
Headword (normalized):
διανίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
διανισσομαι
IDX:
21583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21584
Key:
Data
{'content': 'go through'}